πεμπτουσία

πεμπτουσία
η
1. ονομασία του αιθέρα, που τον ονόμασε πέμπτη ουσία ο Αριστοτέλης μετά από τις τέσσερις (γη, νερό, φωτιά, αέρας) που αποτελούν τη φύση.
2. το ουσιαστικότερο, το σπουδαιότερο συστατικό, το απόσταγμα: Η πεμπτουσία της χριστιανικής διδασκαλίας είναι η αγάπη προς τον πλησίον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεμπτουσία — η (φιλοσ.) 1. ονομασία τού αιθέρα, τον οποίο προσέθεσε ο Αριστοτέλης στα τέσσερα στοιχεία τής φύσης, δηλ. τη γη, το νερό, την φωτιά και τον αέρα 2. μτφ. το ουσιωδέστερο συστατικό, το σημαντικότερο περιεχόμενο κάθε ύλης, όντος ή ιδέας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • πενταπόσταγμα — και πεντόσταγμα, το 1. προϊόν πέντε αποστάξεων 2. μτφ. η πεμπτουσία («στο αγαπάτε αλλήλους έγκειται το πενταπόσταγμα τής χριστιανικής διδασκαλίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + απόσταγμα] …   Dictionary of Greek

  • πενταστάλαγμα — το το πιο λεπτό και το πιο σημαντικό στοιχείο κάθε ύλης, όντος ή ιδέας, η πεμπτουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στάλαγμα (< σταλάζω)] …   Dictionary of Greek

  • αιθήρ ή αιθέρας — (από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα.… …   Dictionary of Greek

  • Βενέδικτος (άγιος, ο εκ Νουρσίας) — (Benedetto da Norcia, Νουρσία 480; – Μοντεκασίνο 547;). Άγιος της Δυτικής Εκκλησίας, από τους επιφανέστερους κήρυκες του μοναχικού βίου. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι πολύ αόριστες και προέρχονται από τους Διαλόγους του πάπα Μ. Γρηγορίου.… …   Dictionary of Greek

  • Μαχ, Ερνστ — (Ernst Mach, Τουράνι, Μοραβία 1838 – Χάαρ, Βαυαρία 1916). Αυστριακός φιλόσοφος και φυσικός, ιδρυτής του εμπειριοκριτικισμού (βλ. λ.). Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και από το 1864 έως το 1901 διετέλεσε καθηγητής φυσικής και φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”